επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… … Dictionary of Greek
ἐπίσπω — ἐφέπω ply aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη … Dictionary of Greek
επίσπαστρον — ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) [επισπώ] έπισπαστήρ αρχ. 1. σχοινί 2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση … Dictionary of Greek
επισπαστήρ — ἐπισπαστήρ, ὁ (Α) 1. το χερούλι τής πόρτας 2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα τού διχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα τηρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παρεπισπώμαι — άομαι, Α 1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, επισύρω, εφέλκω 2. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπισπῶ «σέρνω προς το μέρος μου»] … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… … Dictionary of Greek