ἐπισπῶ

ἐπισπῶ
ἐπισπάω
draw
pres imperat mp 2nd sg
ἐπισπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπισπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπισπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπισπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπισπάω
draw
pres imperat mp 2nd sg
ἐπισπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπισπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπισπάω
draw
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐπισπάω
draw
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίσπω — ἐφέπω ply aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη …   Dictionary of Greek

  • επίσπαστρον — ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) [επισπώ] έπισπαστήρ αρχ. 1. σχοινί 2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση …   Dictionary of Greek

  • επισπαστήρ — ἐπισπαστήρ, ὁ (Α) 1. το χερούλι τής πόρτας 2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα τού διχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα τηρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παρεπισπώμαι — άομαι, Α 1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, επισύρω, εφέλκω 2. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπισπῶ «σέρνω προς το μέρος μου»] …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”